Monday, March 25, 2013

Ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μιλά στο in2life





Δημοσίευση | 11 Φεβρουαρίου 2013

συνέντευξη στον Γιώργο Κόκουβα
Όλοι κρύβουμε μυστικά, μικρά ή μεγαλύτερα. Αυτά που κρύβουν οι ήρωες του Αλέξη Σταμάτη συνήθως είναι τερατώδη. Και η οικογένεια του τελευταίου του μυθιστορήματος, «Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;», δεν αποτελεί εξαίρεση. Το παρελθόν τους έρχεται να τους στοιχειώσει, όσο η πένα του Αλέξη Σταμάτη «ξεμπροστιάζει» την παθογένεια που κρύβεται πίσω από τους τέσσερις τοίχους του μέσου ελληνικού σπιτιού.
Λίγο μετά την παρουσίαση του βιβλίου του στο Public Συντάγματος, και λίγο πριν ετοιμάσει βαλίτσες για τις Βρυξέλλες, όπου θα φιλοξενηθεί από το Ευρωκοινοβούλιο με άλλους συναδέλφους του από τις χώρες της Μεσογείου, για να συζητήσουν για την τέχνη τους στην περίοδο των «P.I.G.S.», ο Αλέξης Σταμάτης βρήκε τον χρόνο να μιλήσει στο in2life για τα δικά του μυστικά: Τα μυστικά της γραφομηχανής του, το πώς γεννιούνται οι χαρακτήρες του, και την σχέση που έχει το υπουργείο Πολιτισμού με την… Ζιμπάμπουε.

*Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο του βιβλίου. Πώς τον εμπνεύστηκες; Ο τίτλος θα λέγαμε αρχικά ότι είναι λιγάκι εκκεντρικός, περιέχει ερωτηματικό. Απευθύνεται λοιπόν στον αναγνώστη και του θέτει ένα ζήτημα, ένα ερώτημα που εμφανίζεται κάποια στιγμή στο βιβλίο, σε αναπάντεχο σημείο. Αυτή η φράση θέτει ένα δίπολο, το οποίο συνοψίζει την ουσία της ιστορίας μου: Από την μία βρίσκεται η κάθαρση, που επιτυγχάνεται με το κλάμα, αλλά από την άλλη, αυτή η κάθαρση γίνεται σε ένα ξένο στοιχείο, με μοναχικό τρόπο, αφανώς. Λαμβάνει χώρα στο νερό, θα λέγαμε δηλαδή ότι έχουμε μεταφερθεί σε έναν άλλον κόσμο, αλλά το ζήτημα είναι όταν αναδυθείς στην επιφάνεια, αν θα έχεις διατηρήσει την ακεραιότητά σου, αν οι ενοχές σου έχουν φύγει ή υπάρχουν ακόμη.

*Το βιβλίο εξιστορεί την ιστορία μιας οικογένειας με πολλά μυστικά. Θα ήταν η ζωή ενδιαφέρουσα χωρίς μυστικά; Δεν υπάρχει ζωή χωρίς μυστικά. Κανείς δεν είναι ανοιχτό βιβλίο. Στην περίπτωση του βιβλίου, το ιδιαίτερο είναι πως υπάρχει μεγάλη γκάμα μυστικών, που κρύβονται πίσω από την «νορμάλ» εικόνα μιας τριμελούς οικογένειας. Η κόρη της οικογένειας για παράδειγμα έχει ένα μυστικό αξίας «άλφα», ενώ ο πατέρας ένα μυστικό αξίας «πενήντα άλφα», ένα τρομακτικό μυστικό. Η πυριτιδαποθήκη του συγγραφέα βρίσκεται στις αλληλεπιδράσεις αυτών των χαρακτήρων, και κατ’ επέκταση στις αλληλεπιδράσεις των μυστικών τους. Όσο για τα ίδια τα μυστικά, υπάρχει μια χρονική απόσταση μεταξύ του συμβάντος και της επανεμφάνισής του. Ο ήρωας είχε μια εμπειρία στα 20 του και το μυστικό αυτό επανεμφανίζεται όταν είναι 50. Το είχε θάψει σε ένα συρτάρι, είχε επιδοθεί σε αυτό που αποκαλώ διαμερισματοποίηση, και ξαφνικά, μετά από χρόνια, ένα ξυπνητήρι χτυπά μέσα στο συρτάρι.

*Πώς εμπνεύστηκες το βιβλίο, ποια ήταν η πρώτη «σπίθα» που το γέννησε; Τα βιβλία μου – και έτσι γράφω γενικά πλέον – δεν ξεκινούν από την πλοκή, αλλά από τους χαρακτήρες. Δηλαδή, όπως λέμε και στην δημιουργική γραφή, γράφω «από μέσα προς τα έξω», δημιουργώ τους χαρακτήρες, και οι ανάγκες τους γεννούν όσα διαδραματίζονται. Στην περίπτωση του «Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;», η πρώτη σπίθα ήταν το δίπολο που προέκυψε από ένα απλό ερώτημα του τύπου «τι θα γινόταν εάν…». Τι θα γινόταν εάν είχαμε μια οικογένεια που κάθε μέλος της κρύβει μικρά ή μεγαλύτερα μυστικά;



*Στο βιβλίο ενυπάρχει το ζήτημα της τρομοκρατίας, που έγινε πρόσφατα και πάλι επίκαιρο. Πώς το σχολιάζεις; Δυστυχώς, η τρομοκρατία επιστρέφει στην επικαιρότητα και δεν κρύβω πως είναι κάτι που με ανησυχεί. Μου πήρε έναν χρόνο περίπου για να ολοκληρώσω το βιβλίο, και όταν το έγραφα συζητούσα με φίλους μου την ιδέα της τρομοκρατίας και απ’ ό,τι φαίνεται, έπεσα μέσα. Ακόμη πιο προφητικό ήταν το προηγούμενο βιβλίο μου, η «Κυριακή» (σ.σ. διαδραματίζεται την Κυριακή των εκλογών του 2009), στο οποίο έκανα μια ακτινογραφία της κρίσης, πριν την κρίση.

*Σε μια εποχή σαν αυτή, είναι αναπόφευκτο να μπει η πολιτική στο έργο κάθε συγγραφέα;
Όχι, αναπόφευκτο δεν είναι. Σίγουρα, και στο «Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;» ενυπάρχει το πολιτικό στοιχείο, αλλά αυτό ήταν μια ανάγκη των χαρακτήρων, και όχι δική μου να περάσω κάποιο πολιτικό μήνυμα ή να κάνω το βιβλίο «επίκαιρο». Άλλωστε θεωρώ πολύ δύσκολο να γράψεις για μία κατάσταση όταν βρίσκεσαι μέσα σε αυτή. Από την άλλη, οι εκδοτικές διαδικασίες και οι περιορισμοί καθυστερούν τόσο τα πράγματα, που μπορεί να γράψεις κάτι για την κρίση σήμερα, και όταν εκδοθεί μετά από οκτώ μήνες να έχουν γίνει τόσα πράγματα που το βιβλίο να μοιάζει με παλιά φωτογραφία, με προχθεσινή εφημερίδα. Πιστεύω πως χρειάζεται «απόσταση» από κάτι ώστε να γράψεις γι’ αυτό – θυμίζω ότι κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου δεν γράφτηκαν καλά βιβλία για τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Αντίθετα, γράφτηκαν καταπληκτικές ερωτικές ιστορίες.

*Στο βιβλίο βλέπουμε την παθογένεια μιας ελληνικής αστικής οικογένειας του σήμερα. Για την παθογένειά της, φταίει το «σήμερα»; Αν η ιστορία διαδραματιζόταν αρκετές δεκαετίες πιο πριν, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα; Ωραία ερώτηση, που μου δίνει την ευκαιρία να πω πως η παθογένεια της ελληνικής οικογένειας δεν γεννήθηκε σήμερα. Απλώς τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματα. Η ελληνική οικογένεια έχει εξελιχθεί σε κάτι τερατώδες, σε έναν τοξικό οργανισμό που καταπίνει τα μέλη της, τα ευνουχίζει, τους δημιουργεί φανταστικές ελπίδες. Βασική ένοχος είναι η μάνα, και βασικό θύμα το παιδί, το οποίο καθίσταται σχεδόν αυτιστικό, υποταγμένο. Δεν υπάρχει πλέον το φυσιολογικό δόσιμο της σκυτάλης από την μία γενιά στην άλλη. Και οι γονείς υπέφεραν πολύ όσο μεγάλωναν, γι’ αυτό ίσως τώρα δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν την οικογένεια. Υπάρχει μια τοξική υπερπροστατευτικότητα – νομίζουν πως έτσι οι γονείς βοηθούν τα παιδιά τους, τα οποία όμως σήμερα, πέραν της απίστευτης αμορφωσιάς, πέραν της σύγχυσης ρόλων που βιώνουν, φοβούνται να ερωτευτούν ή να πάρουν ευθύνες, καταλήγουν με τραυματισμένη σεξουαλικότητα, με εξαρτήσεις, ή από την άλλη, περνούν σε ακραίες συμπεριφορές – η κόρη της ιστορίας για παράδειγμα έχει χτίσει έναν ιδεατό κόσμο πίσω από την πόρτα του δωματίου της, έξω από τον οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει. Αυτή είναι η κακοδαιμονία της ελληνικής φυλής.

*Ασχολείσαι και με την διδασκαλία δημιουργικής γραφής – σε λίγο καιρό μάλιστα αρχίζει ένας νέος κύκλος μαθημάτων στο Κολλέγιο Αθηνών-Ψυχικού. Θεωρείς πως η συγγραφή είναι κάτι που διδάσκεται; Αυτό που λέω στους μαθητές μου την πρώτη ημέρα που συναντιόμαστε είναι «Καλημέρα παιδιά, τώρα θα διδαχθείτε κάτι που δεν διδάσκεται!» (γέλια). Όντως, είναι ένα μεγάλο ζήτημα αυτό, αλλά θεωρώ πως υπάρχουν πολλά εφόδια που μπορείς να δώσεις σε έναν επίδοξο συγγραφέα, τα οποία θα έχει υπ’ όψιν του είτε για να τα χρησιμοποιήσει, είτε για να τα αναιρέσει. Ο «μαθητής» δημιουργικής γραφής ασκείται, γράφει, διαβάζει και μαθαίνει όσα έχουν κωδικοποιηθεί στον κόσμο της λογοτεχνίας, κι αυτό είναι κάτι πολύ χρήσιμο – άλλωστε η αφήγηση δεν ξεκίνησε με τον Γουτεμβέργιο, η ανάγκη του ανθρώπου να λέει και να ακούει ιστορίες ξεκίνησε από τα σπήλαια, είναι κάτι πανάρχαιο. Είναι μια υγιής ανθρώπινη διαδικασία, και στόχος των μαθημάτων είναι να βρει ο κάθε συγγραφέας την δική του φωνή. Θέλουμε ο νέος συγγραφέας να βρίσκει την δική του «προσωπικότητα», και όχι όπως στην Αμερική, να του βάζουν το software και να παράγει έτοιμα βιβλία.

*Εσύ πώς συνηθίζεις να γράφεις; Έχεις κάποια συγκεκριμένη συνήθεια ή σου το καθορίζει η έμπνευση; Ευτυχώς, δεν είχα ποτέ μου την αρρώστια του λευκού χαρτιού. Έχω μια συνεχή, καθημερινή σχέση με το γράψιμο, το γραπτό δεν εγκαταλείπεται ποτέ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό που έχω ως συνήθεια είναι να γράφω το πρωί. Πριν έναν χρόνο μάλιστα, είχα ένα πρόβλημα υγείας, και μία από τις παρενέργειες των φαρμάκων ήταν να ξυπνώ κάθε μέρα στις τέσσερις το ξημέρωμα. Έτσι, κατέληξα να γράφω καθημερινά τέσσερις με οκτώ το πρωί, και θεωρώ πλέον πως αυτή η ώρα είναι εκπληκτική για γράψιμο, είναι εξαιρετικά διαυγής.

*Στις 10 Απριλίου, έχει οργανωθεί μια συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου θα συνομιλήσεις με άλλους δύο συναδέλφους σου από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ποιο είναι το σκεπτικό πίσω από την συνάντηση; Πρόκειται για μια πρωτοβουλία της ευρωβουλευτού Μαριλένας Κοππά, και θα είναι μια συζήτηση τριών συγγραφέων του Νότου, του Santiago Roncagliolo από την Ισπανία, του Jose Louis Peixoto από την Πορτογαλία και εμού από την Ελλάδα. Στην ουσία αντιπροσωπεύουμε τα τρία τέταρτα αυτού που ο κόσμος αποκαλεί P.I.G.S., και το σημαντικό είναι πως για πρώτη φορά στα χρονικά θα συζητήσουν συγγραφείς στο Ευρωκοινοβούλιο. Ως τώρα, όχι μόνο συγγραφείς, αλλά ούτε ένας καλλιτέχνης εν γένει δεν φιλοξενήθηκε εκεί. Πρόκειται λοιπόν για μια συζήτηση όχι απλώς για τα του οίκου του καθενός μας, αλλά για το πώς ο συγγραφέας εισπράττει και αντανακλά όσα συμβαίνουν – είναι φοβερό πόσα κοινά προβλήματα και βιώματα έχει ο ευρωπαϊκός Νότος, όπως για παράδειγμα η έλλειψη χρηματοδότησης από το κράτος.

*Πώς σου φάνηκε η είδηση για το λουκέτο στο ΕΚΕΒΙ; Έχω μείνει ενεός. Εν μια νυκτί έπεσε γκιλοτίνα σε έναν ολόκληρο οργανισμό. Ό,τι προβλήματα και να έχει αυτός, τα αντιμετωπίζεις, δεν περνάς στο άλλο άκρο και τον κλείνεις. Έχω να σας πω ότι οι συνάδελφοί μου από το εξωτερικό έμειναν με το στόμα ανοιχτό, λένε πως αυτά δεν συμβαίνουν ούτε στην Ζιμπάμπουε. Οι άνθρωποι του ΕΚΕΒΙ ήταν δικτυωμένοι με τα μεγαλύτερα φεστιβάλ και με ολόκληρο το εκδοτικό γίγνεσθαι του πλανήτη – τώρα δεν υπάρχει καν κρατική πολιτική για το βιβλίο. Η λογική είναι να αναλάβει το ίδιο το υπουργείο την χάραξή της, αλλά έχοντας επισκεφθεί το υπουργείο, γνωρίζω πως δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε τεχνογνωσία για κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένας υπουργός Πολιτισμού να μην έχει καμία σχέση με τον πολιτισμό. Ας το πάρουμε από την ανάποδη: Φανταστείτε έναν επιτυχημένο στον χώρο του σκηνοθέτη, τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για παράδειγμα, να τον έπαιρναν και να τον έκαναν υπουργό Οικονομικών. Το αντίστοιχο συμβαίνει και με αυτό του Πολιτισμού. Περισσεύει πάντα στην γωνία, και πάνω στην χαρτοπαιξία, στο μοίρασμα των υπουργείων, μένει το υπουργείο Πολιτισμού στο τέλος σαν τον τζόκερ – ή μάλλον σαν το ανάποδο του τζόκερ.

*Μπορεί σήμερα ένας συγγραφέας να ζήσει μόνο από την γραφομηχανή του; Κάποτε μπορούσε. Τουλάχιστον εξασφαλίζοντας ένα μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός του. Σήμερα, δεν το συζητάμε καν. Κι εγώ, μπορώ να πω, πως για ένα διάστημα ζούσα κυρίως από αυτό – μάλιστα είχα κάνει μια συνειδητή επιλογή, αφήνοντας την αρχιτεκτονική για να ασχοληθώ με την συγγραφή, χωρίς κανείς να μου διασφαλίζει κάτι. Έχω δημιουργήσει μια καλή σχέση με το κοινό, αλλά αυτό δεν σου εξασφαλίζει τα προς το ζην. Βέβαια, η σημερινή πραγματικότητα σε ωθεί σε άλλους δημιουργικούς δρόμους, όπως για παράδειγμα αυτό που κάνω με τα μαθήματα δημιουργικής γραφής ή με την στροφή μου προς το θέατρο.

*Θεατρικοί μονόλογοι, μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά βιβλία, σενάρια για τον κινηματογράφο… Κάθε μορφή συγγραφικής έκφρασης εκπροσωπεί και μια διαφορετική σου ανάγκη; Θα έλεγα πως ναι. Κάθε μορφή είναι διαφορετική – μερικές βέβαια, όπως το μυθιστόρημα με το διήγημα, είναι πιο συγγενικές. Το σενάριο είναι εντελώς άλλη υπόθεση, δεν μπορείς να γράψεις ένα σεντόνι μονολόγου για τον χαρακτήρα σου, πρέπει να δουλέψεις με εντελώς μαθηματικό τρόπο. Αλλά το πιο δύσκολο από όλα είναι το θεατρικό κείμενο. Είναι αμείλικτο, θνησιγενές, δεν εξαρτάται από εσένα. Όλα μπορούν να αλλάξουν με ένα «ναι» που θα προκύψει, δεν σου προσφέρει καμία ευκολία, είναι μέσα στην απλότητά του το πιο δύσκολο.

-Το βιβλίο «Μπορείς να κλάψεις μέσα στο νερό;» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη – μπορείτε να το αγοράσετε online από εδώ. Στις 14 Φεβρουαρίου στις 19.00, θα παρουσιαστεί στο Free Thinking Zone. Η συζήτηση του Αλέξη Σταμάτη με τους νοτιοευρωπαίους συναδέλφους του θα λάβει χώρα στις 10 Απριλίου στις Βρυξέλλες.

No comments: