Saturday, December 24, 2011

Ο ΜΟΙΚΑΝΟΣ

Ε, είναι μεγάλη ιστορία το πώς έμπλεξα. Που λες, έκλεινα τα μάτια κι έτρεχα στο μέσα δωμάτιο. Κουκουλωνόμουν με τη κουβέρτα κι έπνιγα το πρόσωπό μου με το μαξιλάρι για να μην ακούω τις φωνές της. Δεν τα κατάφερνα. Οι κραυγές της μάνας μου τρυπούσαν τους τοίχους κι έφταναν στ’ αυτιά μου. Δυο φορές τη βδομάδα, τουλάχιστον. Ερχόταν μεθυσμένος, σέρνοντας τα πόδια, άνοιγε την πόρτα κι άρχιζε να βρίζει. Εκείνη μου ’λεγε, «Πήγαινε μέσα», εγώ όμως στην αρχή έμενα κι όταν την πλησίαζε, έτσι ψηλός, βουνό σκέτο, με τα μάτια κόκκινα, ε, δεν μπορούσα. Φοβόμουν κι έτρεχα στο δωμάτιό μου. Αργότερα, έφευγα αμέσως. Χρόνια αυτό, πολλά.

Παρέα δεν έκανα με τα παιδιά, μ’ είχανε για παλαβό. Δε με πείραζαν όμως. Έτσι ψηλός και γεροδεμένος που μου ’να, με φοβόντουσαν. Ο «σιωπηλός Απάτσι» με λέγανε. Είχα και μακρύ ίσιο μαλλί κι έκανα κάπως σαν Ινδιάνος. Ήταν αυτή η γαμημένη κατάσταση στο σπίτι. Μ’ είχε χτυπήσει άσχημα, μ’ είχε κάνει λύκο μόνο. Εκείνον, το φοβόμουνα, ούτε να τον πλησιάσω. Μέσα στο δωμάτιο, με τα μαξιλάρι στ’ αυτιά.

Μέχρι που γινα δεκατέσσερα. Στάθηκα μπροστά της και του ’πα, «Αν την ξαναχτυπήσεις θα σε σκοτώσω». Μου ’ρίξε μια ανάστροφη, τόσο δυνατή που ’φτασα στον απέναντι τοίχο. Τα ’δα όλα. Ύστερα έπεσε πάνω της κι άρχισε να τη χτυπάει. Δε ξέρω πως έγινε, δε θυμάμαι, όλα κοκκίνισαν. Έφυγα εντελώς λέμε. Φαίνεται πως πήρα ένα μαχαίρι απ’ την κουζίνα και του το κάρφωσα στα πλευρά. Έξι μήνες έμεινε στο νοσοκομείο.

Εμένα κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, πέσανε πάνω μου. Μου ’λεγαν πράγματα που δεν καταλάβαινα, εγώ που το μόνο που ήθελα ήταν να μην ξαναζήσουμε έτσι. Το αναμορφωτήριο στη τρίχα το γλίτωσα, είχε ένα δικηγόρο γνωστό ένας θείος. Φύγαμε, μείναμε με τη μάνα μου κάτω Γκυζη. Εκείνος, όταν συνήλθε την ξανάψαξε, αυτή ούτε να τ’ ακούσει. Μια μέρα τη περίμενε έξω από τη δουλειά και τη σακάτεψε στο ξύλο μέρα μεσημέρι. Έφαγε πέντε χρόνια ο αλήτης αλλά η μάνα μου τέλειωσε. Όχι η ζωή της, η ψύχη της. Σπασμένη. Την κλείσανε στη Σωτηρία, στο ψυχιατρικό. Αυτόν ακόμα μέσα τον έχουνε. Μαχαίρωσε ένα συγκρατούμενο, άλλα πέντε. Ούτε να τον δω ξανά στη ζωή μου.

Έμπλεξα που λες με κάτι παρέες από τα Εξάρχεια. Μιλάγαμε για τη κατάσταση την κολοκοινωνία. Ήταν παιδιά σαν κι εμένα , ο καθένας τους είχε φάει κι από ένα χοντρό πακέτο. Και τα ’χανε με το σύστημα, με την κατάσταση. Κάθισα και σκέφτηκα κι εγώ κι είπα τι εχει κάνει το σύστημα για μενα; Τίποτα. Σκατά στο σπίτι σκατά στη ζωή. Τουλάχιστον εδώ είμαι μαζί με άλλους που χουνε τραβήξει τα ιδία. Διάβασα και κάτι βιβλία, εγώ που ποτέ μου δεν είχα ανοίξει βιβλίο. Μια μέρα μου πάνε να ρθω μαζί στη διαδήλωση. Εγώ όταν είδα την πρώτη μολότοφ έφυγα. Μου τη πέσανε οι φίλοι, κότα μ’ ανέβαζαν κότα με κατεβάζανε. «Δυο μέτρα άντρας», μου ’λεγε ο Ντίνος, ο αρχηγός, «και κανείς σαν κοριτσάκι. Φτου σου ρε χεσμένε». Τα πήρα που λες στο φιλότιμο κι είπα, θα τους δείξω εγώ. Έχει κανείς τους κάνει τον τσαμπουκά που ’κανα στο γέρο μου; Εκεί σας θέλω μάγκες, στο αίμα σου, όχι στο αίμα των άλλων. Και την επόμενη φορά βγήκα πρώτος από τη γραμμή. Απέναντι ήταν στημένοι οι μπάτσοι κι ένας ειδικά έβγαινε από τη γραμμή και μας τα ’χωνε. Θωρηκτό ο μάγκας κι άστραφτε το μάτι του. Λέω μέσα μου, τούτος φίλε είναι ο πατέρας σου. Αυτό ήταν. Τα δα όλα! Πάνω στο ντου που έγινε έπεσα πανω του και του ’δωσα της χρονιάς του! Τι ασπίδες ο μάγκας, τι γκλομπ… Τελατίνι τον έκανα που λες.

Μ’ άλλο μάτι οι τύποι μετά. Κονόμησα και παρατσούκλι. Πάει το «σιωπηλός Ινδιάνος» της πιτσιρικαρίας, τώρα έγινα ο «Μοικανός» με τ’ όνομα (ξέχασα να σου πω πως είχα ξυρίσει το κεφάλι κι είχα αφήσει μια ψηλή τούφα κάθετα – σκέτη αφασία).

Μετά απ’ τη φάση, κόλλησα με τα χίλια. Μπήκα δυναμικά, έσπαγα και τζάμια σε τράπεζες κι αυτοκίνητο με λοστό βάρεσα και ΑΤΜ έσπασα. Μας γάμησαν αυτοί, θα τους γαμήσουμε κι εμείς. Αστική δημοκρατία και πράσινα άλογα – να κονομάει ο καθένας εις βάρος μας. Τι να πιστέψεις φίλε, ποιον; Άμα δε τους φας, θα σε φάνε. Επτά χρονιά η ίδια δουλειά. Και φωτογραφία στις εφημερίδες έχω με μαντήλι, φαίνονται όμως τα μάτια μου κι ας τη λεζάντα να λέει ο γνωστός-άγνωστος. Κορνίζα την έχω κάνει.

Τώρα φίλε; Τώρα το χω κόψει. Μεγάλωσα πια. Τριανταρίζω. Είναι και το Ελενάκι. Ο πατέρας της εχει μια μικρή βιοτεχνία και μ εχει βάλει συνεταίρο. Όχι ότι μπήκα στο σύστημα. Χεσμένους τους έχω όλους. Απλά πρέπει να ζήσω κάπως. Να μην κάνω τις μαλακίες που μου κάνανε. Κρατάω την απόσταση, με καταλαβαίνεις; Να τα χω μετανιώσει; Όχι, με τίποτα. Δεν ήμουνα κι ο Κουφοντίνας άλλωστε, έτσι; Έγκλημα δεν έκανα. Αντέδρασα. Τώρα; Του χρόνου λέμε να βάλουμε μπρος και για μωρό. Το «Απατσάκι»…

Τι θα του πω αν μάθω ότι δεκάξι του τα σπάει; Τι λες φιλάρα, τότε θαναι 2025 και θα ζούμε στη Σελήνη…

1 comment:

Pinecone Stew said...

Have a Wonderful Holiday Season !